Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάκωσις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάκωσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάκωσις ή κάκωση θηλυκό

  1. η σωματικός κάκωση, βλάβη
  2. κακοπάθεια, δυστυχία
  3. καταστροφή
  4. κακή πράξη
  5. οργή, θυμός

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κακός

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰκωσι- κᾰκωσε-
ονομαστική κάκωσῐς αἱ κακώσεις
      γενική τῆς κακώσεως τῶν κακώσεων
      δοτική τῇ κακώσει ταῖς κακώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κάκωσῐν τὰς κακώσεις
     κλητική ! κάκωσῐ κακώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακώσει
γεν-δοτ τοῖν  κακωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάκωσις < κακόω / κακῶ + -σις < κακός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάκωσις θηλυκό

  1. βλάβη
    1. ταλαιπωρία, βλάβη (όπως των πληρωμάτων πλοίων)
    2. κακοποίηση (όπως του ηγεμόνα)
  2. βλάβη, δυστυχία, φθορά

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία