Ετυμολογία

επεξεργασία
κάκωσις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάκωσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάκωσις ή κάκωση θηλυκό

  1. η σωματική κάκωση, βλάβη
  2. κακοπάθεια, δυστυχία
  3. καταστροφή
  4. κακή πράξη
  5. οργή, θυμός

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κακός



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰκωσι- κᾰκωσε-
ονομαστική κάκωσῐς αἱ κακώσεις
      γενική τῆς κακώσεως τῶν κακώσεων
      δοτική τῇ κακώσει ταῖς κακώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κάκωσῐν τὰς κακώσεις
     κλητική ! κάκωσῐ κακώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακώσει
γεν-δοτ τοῖν  κακωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάκωσις < κακόω / κακῶ + -σις < κακός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάκωσις θηλυκό

  1. βλάβη
  2. ταλαιπωρία (όπως των πληρωμάτων πλοίων)
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 82.1
    ἐπειδὴ δ᾽ οὖν δι᾽ ἡμέρας βάλλοντες πανταχόθεν τοὺς Ἀθηναίους καὶ ξυμμάχους ἑώρων ἤδη τεταλαιπωρημένους τοῖς τε τραύμασι καὶ τῇ ἄλλῃ κακώσει, κήρυγμα ποιοῦνται Γύλιππος καὶ Συρακόσιοι
    Αφού, λοιπόν, έριχναν όλη την ημέρα, απ᾽ όλες τις μεριές, απάνω στους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, όταν τους είδαν εξαντλημένους και από τα τραύματα και από την άλλη κακουχία, ο Γύλιππος, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους έβγαλαν προκήρυξη.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  3. κακοποίηση (όπως του ηγεμόνα)
  4. δυστυχία, φθορά

Εκφράσεις

επεξεργασία