κακοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοπάθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακοπάθεια < κακοπαθέω. Δείτε κακός, πάθος. Συγχρονικά αναλύεται σε κακο- + -πάθεια (χωρίς την έννοια της πάθησης)
Προφορά
επεξεργασία
|
| |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακοπάθεια θηλυκό
- άλλη μορφή του κακοπάθηση
Άλλες γραφές
επεξεργασία- κακοπάθια (δημοτική)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κακοπάθηση
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κακοπάθηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοπάθεια
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .