παραίτιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραίτιος < αρχαία ελληνική παραίτιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾe.ti.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ραί‐τι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαπαραίτιος, -ια, -ιο
- που είναι υπαίτιος για κάτι κακό
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραίτιος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραίτιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπαραίτιος, -ία, -ιον
- εν μέρει υπεύθυνος για κάτι / στον οποίο οφείλεται εν μέρει
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας Μίμνερμος, Απόσπασμα 22, @poesialatina.it
Πηγές
επεξεργασία- παραίτιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραίτιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.