κατατραυματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατατραυματίζω < κατα- + τραυματίζω
Ρήμα
επεξεργασίακατατραυματίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατατραυματίζω | κατατραυμάτιζα | θα κατατραυματίζω | να κατατραυματίζω | κατατραυματίζοντας | |
β' ενικ. | κατατραυματίζεις | κατατραυμάτιζες | θα κατατραυματίζεις | να κατατραυματίζεις | κατατραυμάτιζε | |
γ' ενικ. | κατατραυματίζει | κατατραυμάτιζε | θα κατατραυματίζει | να κατατραυματίζει | ||
α' πληθ. | κατατραυματίζουμε | κατατραυματίζαμε | θα κατατραυματίζουμε | να κατατραυματίζουμε | ||
β' πληθ. | κατατραυματίζετε | κατατραυματίζατε | θα κατατραυματίζετε | να κατατραυματίζετε | κατατραυματίζετε | |
γ' πληθ. | κατατραυματίζουν(ε) | κατατραυμάτιζαν κατατραυματίζαν(ε) |
θα κατατραυματίζουν(ε) | να κατατραυματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατατραυμάτισα | θα κατατραυματίσω | να κατατραυματίσω | κατατραυματίσει | ||
β' ενικ. | κατατραυμάτισες | θα κατατραυματίσεις | να κατατραυματίσεις | κατατραυμάτισε | ||
γ' ενικ. | κατατραυμάτισε | θα κατατραυματίσει | να κατατραυματίσει | |||
α' πληθ. | κατατραυματίσαμε | θα κατατραυματίσουμε | να κατατραυματίσουμε | |||
β' πληθ. | κατατραυματίσατε | θα κατατραυματίσετε | να κατατραυματίσετε | κατατραυματίστε | ||
γ' πληθ. | κατατραυμάτισαν κατατραυματίσαν(ε) |
θα κατατραυματίσουν(ε) | να κατατραυματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατατραυματίσει | είχα κατατραυματίσει | θα έχω κατατραυματίσει | να έχω κατατραυματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατατραυματίσει | είχες κατατραυματίσει | θα έχεις κατατραυματίσει | να έχεις κατατραυματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατατραυματίσει | είχε κατατραυματίσει | θα έχει κατατραυματίσει | να έχει κατατραυματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατατραυματίσει | είχαμε κατατραυματίσει | θα έχουμε κατατραυματίσει | να έχουμε κατατραυματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατατραυματίσει | είχατε κατατραυματίσει | θα έχετε κατατραυματίσει | να έχετε κατατραυματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατατραυματίσει | είχαν κατατραυματίσει | θα έχουν κατατραυματίσει | να έχουν κατατραυματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατατραυματίζω
|