Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατατραυματίζω < κατα- + τραυματίζω

  Ρήμα επεξεργασία

κατατραυματίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία