Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατατραυματισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατατραυματισμέν
ος
η
κατατραυματισμέν
η
το
κατατραυματισμέν
ο
γενική
του
κατατραυματισμέν
ου
της
κατατραυματισμέν
ης
του
κατατραυματισμέν
ου
αιτιατική
τον
κατατραυματισμέν
ο
την
κατατραυματισμέν
η
το
κατατραυματισμέν
ο
κλητική
κατατραυματισμέν
ε
κατατραυματισμέν
η
κατατραυματισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατατραυματισμέν
οι
οι
κατατραυματισμέν
ες
τα
κατατραυματισμέν
α
γενική
των
κατατραυματισμέν
ων
των
κατατραυματισμέν
ων
των
κατατραυματισμέν
ων
αιτιατική
τους
κατατραυματισμέν
ους
τις
κατατραυματισμέν
ες
τα
κατατραυματισμέν
α
κλητική
κατατραυματισμέν
οι
κατατραυματισμέν
ες
κατατραυματισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κατατραυματισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατατραυματίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατατραυματισμένος