↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροτραυματισμός οι μικροτραυματισμοί
      γενική του μικροτραυματισμού των μικροτραυματισμών
    αιτιατική τον μικροτραυματισμό τους μικροτραυματισμούς
     κλητική μικροτραυματισμέ μικροτραυματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροτραυματισμός < μικρο- + τραυματισμός[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροτραυματισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία