• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αιματόρροια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιματόρροια οι αιματόρροιες
      γενική της αιματόρροιας των αιματορροιών
    αιτιατική την αιματόρροια τις αιματόρροιες
     κλητική αιματόρροια αιματόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αιματόρροια < αρχαία ελληνική αἱματόρροια < αἷμα + ῥέω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αιματόρροια θηλυκό

  • (ιατρική) → δείτε τη λέξη αιμορραγία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • αιμορραγία
  • αιμόρροια

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις αίμα και ρέω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αιματόρροια
  • → δείτε τη λέξη αιμορραγία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αιματόρροια&oldid=5228906"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, στις 01:00
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, στις 01:00.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie