αἱματόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αἱματόρροια < → δείτε τη λέξη αιματόρροια
Ουσιαστικό
επεξεργασίααἱματόρροια θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)