Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιμορραγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αιμορραγικ
ός
η
αιμορραγικ
ή
το
αιμορραγικ
ό
γενική
του
αιμορραγικ
ού
της
αιμορραγικ
ής
του
αιμορραγικ
ού
αιτιατική
τον
αιμορραγικ
ό
την
αιμορραγικ
ή
το
αιμορραγικ
ό
κλητική
αιμορραγικ
έ
αιμορραγικ
ή
αιμορραγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αιμορραγικ
οί
οι
αιμορραγικ
ές
τα
αιμορραγικ
ά
γενική
των
αιμορραγικ
ών
των
αιμορραγικ
ών
των
αιμορραγικ
ών
αιτιατική
τους
αιμορραγικ
ούς
τις
αιμορραγικ
ές
τα
αιμορραγικ
ά
κλητική
αιμορραγικ
οί
αιμορραγικ
ές
αιμορραγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιμορραγικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αιμορραγικός, -ή, -ό
σχετικός με την
αιμορραγία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιμορραγικός
αγγλικά
:
hemorrhagic
(en)
γαλλικά
:
hémorragique
(fr)
ισπανικά
:
hemorrágico
(es)
πολωνικά
:
krwotoczny
(pl)