hémorragique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.mɔ.ʁa.ʒik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hémorragique | hémorragiques |
hémorragique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hémorragique | hémorragiques |
hémorragique (fr) αρσενικό ή θηλυκό