Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλεβορραγία οι φλεβορραγίες
      γενική της φλεβορραγίας των φλεβορραγιών
    αιτιατική τη φλεβορραγία τις φλεβορραγίες
     κλητική φλεβορραγία φλεβορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλεβορραγία < φλέβ(α) + -ο- + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλεβορραγία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία