φλεβορραγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλεβορραγία < φλέβ(α) + -ο- + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλεβορραγία θηλυκό
- (ιατρική) αιμορραγία από φλέβα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φλεβορραγία
|