τραχειοτομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραχειοτομικός < τραχειοτομ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίατραχειοτομικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που σχετίζεται με την τραχειοτομία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραχειοτομικός
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)