↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραχειοτομικός η τραχειοτομική το τραχειοτομικό
      γενική του τραχειοτομικού της τραχειοτομικής του τραχειοτομικού
    αιτιατική τον τραχειοτομικό την τραχειοτομική το τραχειοτομικό
     κλητική τραχειοτομικέ τραχειοτομική τραχειοτομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραχειοτομικοί οι τραχειοτομικές τα τραχειοτομικά
      γενική των τραχειοτομικών των τραχειοτομικών των τραχειοτομικών
    αιτιατική τους τραχειοτομικούς τις τραχειοτομικές τα τραχειοτομικά
     κλητική τραχειοτομικοί τραχειοτομικές τραχειοτομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραχειοτομικός < τραχειοτομ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τραχειοτομικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)