Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραχειοτομία οι τραχειοτομίες
      γενική της τραχειοτομίας των τραχειοτομιών
    αιτιατική την τραχειοτομία τις τραχειοτομίες
     κλητική τραχειοτομία τραχειοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραχειοτομία < τραχεί(α) + -ο- + -τομία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραχειοτομία θηλυκό

  • (ιατρική) διάνοιξη της τραχείας, σε περίπτωση απόφραξης του λάρυγγα

  Μεταφράσεις επεξεργασία