τραχειοστομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατραχειοστομία θηλυκό
- (ιατρική) διάνοιξη / δημιουργία στομίας χειρουργικά στην τραχεία (άνοιγμα στο λαιμό) για να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αέρα οι πνεύμονες, για να μπορεί να αναπνεύσει κάποιος όταν αυτό δεν είναι δυνατόν από τη μύτη ή το στόμα λόγω ασθενείας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραχειοστομία
|