εκτράχυνση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτράχυνση | οι | εκτραχύνσεις |
γενική | της | εκτράχυνσης* | των | εκτραχύνσεων |
αιτιατική | την | εκτράχυνση | τις | εκτραχύνσεις |
κλητική | εκτράχυνση | εκτραχύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτραχύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτράχυνση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκτραχύνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτράχυνση
|