τράχωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τράχωμα < τραχ- (<τραχύς) + -ωμα
- τράχωμα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtɾa.xo.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατράχωμα ουδέτερο
- (ιατρική) η μολυσματική ασθένεια των ματιών, η οποία προκαλεί φλεγμονή στον επιπεφυκότα των βλεφάρων και μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια όρασης και τύφλωση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατράχωμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) χρηματικό ποσό πέραν της συνηθισμένης προίκας που ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την οικογένεια της νύφης
- Καὶ ὁποίας προῖκας, κατὰ τὰ νησιωτικὰ ἔθιμα. «Σπίτι στὰ Κοτρώνια, ἀμπέλι στὴν Ἀμμουδιά, ἐλιώνα στὸ Λεχούνι, χωράφι στὸ Στροφλιά». Ἀλλὰ κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους, περὶ τὰ μέσα τοῦ αἰῶνος, εἶχε κολλήσει καὶ ἄλλη ψώρα. Τὸ «μέτρημα», ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἰς Κωνσταντινούπολιν ὠνομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν τὴν ὁποίαν, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, εἶχεν ἀφορίσει ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία. Ὤφειλεν ἕκαστος νὰ δώσῃ καὶ μετρητὴν προῖκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, ἀδιάφορον. (Αλέξ. Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα)