ἀγρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀγρότης | οἱ | ἀγρόται |
γενική | τοῦ | ἀγρότου | τῶν | ἀγροτῶν |
δοτική | τῷ | ἀγρότῃ | τοῖς | ἀγρόταις |
αιτιατική | τὸν | ἀγρότην | τοὺς | ἀγρότᾱς |
κλητική ὦ! | ἀγρότᾰ | ἀγρόται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγρότᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγρόταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀγρότης αρσενικό (θηλυκό ἀγρότις)
- ο αγρότης, ο τραχύς
- ο κυνηγός, ο ἀγρευτής
- προσωνυμία του Πάνα και της Αρτέμιδας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀγρότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.