Δείτε επίσης: αγρότης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγρότης οἱ ἀγρόται
      γενική τοῦ ἀγρότου τῶν ἀγροτῶν
      δοτική τῷ ἀγρότ τοῖς ἀγρόταις
    αιτιατική τὸν ἀγρότην τοὺς ἀγρότᾱς
     κλητική ! ἀγρότ ἀγρόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγρότ
γεν-δοτ τοῖν  ἀγρόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγρότης < ἀγρό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγρότης αρσενικό (θηλυκό ἀγρότις)

  1. ο αγρότης, ο τραχύς
  2. ο κυνηγός, ο ἀγρευτής
  3. προσωνυμία του Πάνα και της Αρτέμιδας

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία