ἀγρότερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀγρότερος < πιθανόν συγκριτικός βαθμός του ἄγριος ή απλώς ποιητικός τύπος του, επίσης πιθανόν επίθετο που μοιάζει με συγκριτικό βαθμό του ουσιαστικού ἀγρός (δηλ. με πιο έντονα τα χαρακτηριστικά του αγρού και της αγροτικής ζωής).
Επίθετο
επεξεργασίαἀγρότερος,-τέρα,-ότερον