Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγρυπνέω < ἄγρυπνος + jω

ἀγρυπνέω - ἀγρυπνῶ (συνηρημένο)

  • μένω άγρυπνος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 129.3
    ἐπ᾽ ἑπτὰ μὲν δὴ ἡμέρας καὶ ἑπτὰ νύκτας ὑπὸ τοῦ παρεόντος κακοῦ ὁ Δαρεῖος ἀγρυπνίῃσι εἴχετο, τῇ δὲ δὴ ὀγδόῃ ἡμέρῃ ἔχοντί οἱ φλαύρως [οἷα δὴ] παρακούσας τις πρότερον ἔτι ἐν Σάρδισι τοῦ Κροτωνιήτεω Δημοκήδεος τὴν τέχνην ἐσαγγέλλει τῷ Δαρείῳ·
    Επτά ημέρες και επτά νύχτες ξαγρύπνησε ο Δαρείος από τον πόνο που ένιωθε, και την όγδοη ημέρα, ενώ είχε τα μαύρα του τα χάλια, κάποιος που είχε παλαιότερα, στις Σάρδεις ακόμη, ακούσει για την τέχνη του Κροτωνιάτη Δημοκήδη, πήγε και το είπε στον Δαρείο·
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία