φλαύρως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαφλαύρως
- ιωνικός & αττικός τύπος του φαύλως
- λίγο, μηδαμινά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 130.2
- ὁμιλήσας δὲ ἰητρῷ φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην.
- είχε μαθητεύσει κοντά σε κάποιον γιατρό και δεν γνώριζε καλά την [ιατρική] τέχνη.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ὁμιλήσας δὲ ἰητρῷ φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 130.2
- ακατάλληλα, με ακατάλληλο τρόπο
- άσχημα, δυσάρεστα
- σε άσχημη κατάσταση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 126.9
- οἱ δὲ μετὰ τοῦ Κύλωνος πολιορκούμενοι φλαύρως εἶχον σίτου τε καὶ ὕδατος ἀπορίᾳ.
- Ο Κύλων και οι άνθρωποί του, πολιορκημένοι, ήσαν σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί δεν είχαν ούτε τρόφιμα ούτε νερό.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- οἱ δὲ μετὰ τοῦ Κύλωνος πολιορκούμενοι φλαύρως εἶχον σίτου τε καὶ ὕδατος ἀπορίᾳ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 126.9
- λίγο, μηδαμινά
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φλαῦρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φλαύρως, φλαῦρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας., λήμμα: φλαῦρος