γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φλαῦρος φλαύρ τὸ φλαῦρον
      γενική τοῦ φλαύρου τῆς φλαύρᾱς τοῦ φλαύρου
      δοτική τῷ φλαύρ τῇ φλαύρ τῷ φλαύρ
    αιτιατική τὸν φλαῦρον τὴν φλαύρᾱν τὸ φλαῦρον
     κλητική ! φλαῦρε φλαύρ φλαῦρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φλαῦροι αἱ φλαῦραι τὰ φλαῦρ
      γενική τῶν φλαύρων τῶν φλαύρων τῶν φλαύρων
      δοτική τοῖς φλαύροις ταῖς φλαύραις τοῖς φλαύροις
    αιτιατική τοὺς φλαύρους τὰς φλαύρᾱς τὰ φλαῦρ
     κλητική ! φλαῦροι φλαῦραι φλαῦρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φλαύρω τὼ φλαύρ τὼ φλαύρω
      γεν-δοτ τοῖν φλαύροιν τοῖν φλαύραιν τοῖν φλαύροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλαῦρος < ομορ. με φαῦλος

  Επίθετο

επεξεργασία

φλαῦρος -α -ον, συγκριτικός:φλαυρότερος, υπερθετικός: φλαυρότατος

  1. φαύλος, ανήθικος, άθλιος, κακός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 217 (216-217)
    θεοὺς δὲ προστροπαῖς ἱκνουμένη, | εἴ τι φλαῦρον εἶδες, αἰτοῦ τῶνδ᾽ ἀποτροπὴν τελεῖν,
    στους θεούς μόνο λέγω να προσπέσεις με παράκλησες κι ευχές, | κι αν κακό ήταν τ᾽ όνειρό σου, ζήτησέ τους το κακό να ξορκίσουν
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  2. κακομοίρης, αδιάφορος
  3. κακός
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1103 (1099-1104)
    ἐσορῶ μελέτῃ | κατατρυχομένους τὸν ἅπαντα χρόνον, | πρῶτον μὲν ὅπως θρέψουσι καλῶς | βίοτόν θ᾽ ὁπόθεν λείψουσι τέκνοις· | ἔτι δ᾽ ἐκ τούτων εἴτ᾽ ἐπὶ φλαύροις | εἴτ᾽ ἐπὶ χρηστοῖς | μοχθοῦσι, τόδ᾽ ἐστὶν ἄδηλον.
    τους βλέπω μια ζωή να βασανίζονται | από την έγνοια τους γι᾽ αυτά, | πρώτα πώς θα τα μεγαλώσουνε σωστά | και πώς θα βρούνε βιος να τους αφήσουν. | Και ακόμα μοχθούν χωρίς να ξέρουν | αν τα παιδιά είναι κακά ή αν καλά.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
     αντώνυμα: χρηστός
  4. άχρηστος
  5. (για πράγματα) ασήμαντος, μηδαμινός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 1. Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι, 88 (1.88-1.89)
    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται, πὰρ σέθεν.
    Κι αν σου ξεφύγει κάτι ασήμαντο, | μεγάλο γίνεται, γιατί θα ᾽ναι από σένα·
    Μετάφραση (1953), Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
  6. (για εξωτερική εμφάνιση) πενιχρός, ευτελής
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 61.3
    ἐοῦσαν γάρ μιν τὸ εἶδος φλαύρην ἡ τροφὸς αὐτῆς, οἷα ἀνθρώπων τε ὀλβίων θυγατέρα καὶ δυσειδέα ἐοῦσαν, πρὸς δὲ καὶ ὁρῶσα τοὺς γονέας συμφορὴν τὸ εἶδος αὐτῆς ποιευμένους, ταῦτα ἕκαστα μαθοῦσα ἐπιφράζεται τοιάδε·
    Δηλαδή, έτσι που αυτή είχε όψη άχαρη, η παραμάνα της, βλέποντάς την θυγατέρα ευκατάστατης οικογένειας και άσκημη, κι ακόμα βλέποντας τους γονείς πικραμένους για τη μορφή της, τα μελέτησε όλ᾽ αυτά κι είχε την εξής έμπνευση·
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία