φλαύρως ἔχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαφλαύρως ἔχω
- είμαι άρρωστος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 129.3
- ἐπ᾽ ἑπτὰ μὲν δὴ ἡμέρας καὶ ἑπτὰ νύκτας ὑπὸ τοῦ παρεόντος κακοῦ ὁ Δαρεῖος ἀγρυπνίῃσι εἴχετο, τῇ δὲ δὴ ὀγδόῃ ἡμέρῃ ἔχοντί οἱ φλαύρως [οἷα δὴ] παρακούσας τις πρότερον ἔτι ἐν Σάρδισι τοῦ Κροτωνιήτεω Δημοκήδεος τὴν τέχνην ἐσαγγέλλει τῷ Δαρείῳ·
- Επτά ημέρες και επτά νύχτες ξαγρύπνησε ο Δαρείος από τον πόνο που ένιωθε, και την όγδοη ημέρα, ενώ είχε τα μαύρα του τα χάλια, κάποιος που είχε παλαιότερα, στις Σάρδεις ακόμη, ακούσει για την τέχνη του Κροτωνιάτη Δημοκήδη, πήγε και το είπε στον Δαρείο·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐπ᾽ ἑπτὰ μὲν δὴ ἡμέρας καὶ ἑπτὰ νύκτας ὑπὸ τοῦ παρεόντος κακοῦ ὁ Δαρεῖος ἀγρυπνίῃσι εἴχετο, τῇ δὲ δὴ ὀγδόῃ ἡμέρῃ ἔχοντί οἱ φλαύρως [οἷα δὴ] παρακούσας τις πρότερον ἔτι ἐν Σάρδισι τοῦ Κροτωνιήτεω Δημοκήδεος τὴν τέχνην ἐσαγγέλλει τῷ Δαρείῳ·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.8, p. 36, @scaife.perseus
- Ἢν γὰρ τὸ σῶμα φλαύρως ἔχῃ, γυναικὶ τὰ καταμήνια ἐλάσσονα γίνεται,
- ΣτΕ: Ο Ιπποκράτης αναφέρεται στην επίδραση της σωματικής ασθένειας στην έμμηνο ρύση των γυναικών.
- Ἢν γὰρ τὸ σῶμα φλαύρως ἔχῃ, γυναικὶ τὰ καταμήνια ἐλάσσονα γίνεται,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Σοφιστήςw, 228b @scaife.perseus
- ἐν ψυχῇ δόξας ἐπιθυμίαις καὶ θυμὸν ἡδοναῖς καὶ λόγον λύπαις καὶ πάντα ἀλλήλοις ταῦτα τῶν φλαύρως ἐχόντων οὐκ ᾐσθήμεθα διαφερόμενα;
- Άραγε εντός της ψυχής εκείνων οι οποίοι δεν είναι εις καλήν κατάστασιν δεν αντελήφθημεν ότι αι γνώμαι διαφωνούν με τας ορέξεις και η βούλησις με τας ηδονάς και το λογικόν με τας λύπας και όλα μαζί μεταξύ των;
- Μετάφραση (1910): Κυριάκος Ζάμπας
- ἐν ψυχῇ δόξας ἐπιθυμίαις καὶ θυμὸν ἡδοναῖς καὶ λόγον λύπαις καὶ πάντα ἀλλήλοις ταῦτα τῶν φλαύρως ἐχόντων οὐκ ᾐσθήμεθα διαφερόμενα;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 129.3
Πηγές
επεξεργασία- φλαύρως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.