Ὕπνος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ὕπνος < ὕπνος
Κύριο όνομα επεξεργασία
- Ὕπνος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 759 (758-761)
- ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί᾽ ἔχουσιν, | Ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί· οὐδέ ποτ᾽ αὐτοὺς | Ἠέλιος φαέθων ἐπιδέρκεται ἀκτίνεσσιν | οὐρανὸν εἰσανιὼν οὐδ᾽ οὐρανόθεν καταβαίνων.
- Εκεί και τα παιδιά της σκοτεινής της Νύχτας σπίτι έχουνε, | ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί. Ποτέ αυτούς | ο Ήλιος ο λαμπρός δεν τους κοιτά με τις ακτίνες του, | ούτε σαν ανεβαίνει, ούτε σαν κατεβαίνει από τον ουρανό.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί᾽ ἔχουσιν, | Ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί· οὐδέ ποτ᾽ αὐτοὺς | Ἠέλιος φαέθων ἐπιδέρκεται ἀκτίνεσσιν | οὐρανὸν εἰσανιὼν οὐδ᾽ οὐρανόθεν καταβαίνων.
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 759 (758-761)