αγουροξυπνημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγουροξυπνημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγουροξυπνώ
Μετοχή επεξεργασία
αγουροξυπνημένος
- που ξύπνησε ή τον ξύπνησαν πολύ νωρίς
- που έχει μόλις ξυπνήσει, αλλά δεν έχει συνέλθει ακόμη πλήρως από τον ύπνο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αγουροξυπνώ, άγουρος, ώρα, ξυπνώ και ύπνος