↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγουροξυπνημένος η αγουροξυπνημένη το αγουροξυπνημένο
      γενική του αγουροξυπνημένου της αγουροξυπνημένης του αγουροξυπνημένου
    αιτιατική τον αγουροξυπνημένο την αγουροξυπνημένη το αγουροξυπνημένο
     κλητική αγουροξυπνημένε αγουροξυπνημένη αγουροξυπνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγουροξυπνημένοι οι αγουροξυπνημένες τα αγουροξυπνημένα
      γενική των αγουροξυπνημένων των αγουροξυπνημένων των αγουροξυπνημένων
    αιτιατική τους αγουροξυπνημένους τις αγουροξυπνημένες τα αγουροξυπνημένα
     κλητική αγουροξυπνημένοι αγουροξυπνημένες αγουροξυπνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγουροξυπνημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγουροξυπνώ

αγουροξυπνημένος

  1. που ξύπνησε ή τον ξύπνησαν πολύ νωρίς
  2. που έχει μόλις ξυπνήσει, αλλά δεν έχει συνέλθει ακόμη πλήρως από τον ύπνο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία