Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.ve.je/
 

réveiller (fr)

  1. (μεταβατικό) ξυπνώ κάποιον
    réveille-moi à sept heures - ξύπνα με στις εφτά
  2. (pronominal: αντωνυμικό) ξυπνώ
    je me suis réveillé à sept heures - ξύπνησα στις εφτά

Συγγενικά

επεξεργασία