Ετυμολογία

επεξεργασία
αφυπνίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αφυπνίζω

αφυπνίζομαι

  1. ξυπνώ
  2. (μεταφορικά) επανέρχομαι στην πραγματικότητα, ξεφεύγω από τον ονειρικό κόσμο

Συγγενικά

επεξεργασία