αφυπνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφυπνίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αφυπνίζω
Ρήμα
επεξεργασίααφυπνίζομαι
- ξυπνώ
- (μεταφορικά) επανέρχομαι στην πραγματικότητα, ξεφεύγω από τον ονειρικό κόσμο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αφυπνίζω