↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακοίμητος η ακοίμητη το ακοίμητο
      γενική του ακοίμητου της ακοίμητης του ακοίμητου
    αιτιατική τον ακοίμητο την ακοίμητη το ακοίμητο
     κλητική ακοίμητε ακοίμητη ακοίμητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακοίμητοι οι ακοίμητες τα ακοίμητα
      γενική των ακοίμητων των ακοίμητων των ακοίμητων
    αιτιατική τους ακοίμητους τις ακοίμητες τα ακοίμητα
     κλητική ακοίμητοι ακοίμητες ακοίμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακοίμητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκοίμητος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈci.mi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κοί‐μη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακοίμητος, -η, -ο

  1. που δεν κοιμάται, ο άγρυπνος
    ⮡  το μωρό έμεινε ακοίμητο όλη νύχτα και μας ξαγρύπνησε όλους
  2. (μεταφορικά, λογοτεχνικό) που είναι πάντα σε εγρήγορση
    ⮡  ακοίμητος φρουρός
  3. που δεν καταλαγιάζει, δεν σβήνει, άσβεστος
    ⮡  ακοίμητος πόθος/ ακοίμητος πόνος/ ακοίμητο φως

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία