ακοίμητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακοίμητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκοίμητος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈci.mi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κοί‐μη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαακοίμητος, -η, -ο
- που δεν κοιμάται, ο άγρυπνος
- ⮡ το μωρό έμεινε ακοίμητο όλη νύχτα και μας ξαγρύπνησε όλους
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) που είναι πάντα σε εγρήγορση
- ⮡ ακοίμητος φρουρός
- που δεν καταλαγιάζει, δεν σβήνει, άσβεστος
- ⮡ ακοίμητος πόθος/ ακοίμητος πόνος/ ακοίμητο φως
Μεταφράσεις
επεξεργασία έλλειψη ύπνου
→ δείτε τη λέξη άγρυπνος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ακοίμητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας