Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλόχρεος η αλληλόχρεη το αλληλόχρεο
      γενική του αλληλόχρεου της αλληλόχρεης του αλληλόχρεου
    αιτιατική τον αλληλόχρεο την αλληλόχρεη το αλληλόχρεο
     κλητική αλληλόχρεε αλληλόχρεη αλληλόχρεο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλόχρεοι οι αλληλόχρεες τα αλληλόχρεα
      γενική των αλληλόχρεων των αλληλόχρεων των αλληλόχρεων
    αιτιατική τους αλληλόχρεους τις αλληλόχρεες τα αλληλόχρεα
     κλητική αλληλόχρεοι αλληλόχρεες αλληλόχρεα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλόχρεος < αλληλο- + χρέος

  Επίθετο επεξεργασία

αλληλόχρεος, -η, -ο

  1. που αναφέρεται στον συμψηφισμό απαιτήσεων δύο συμβαλλομένων μερών
    αλληλόχρεος λογαριασμός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία