αλληλόχρεος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααλληλόχρεος, -η, -ο
- που αναφέρεται στον συμψηφισμό απαιτήσεων δύο συμβαλλομένων μερών
- αλληλόχρεος λογαριασμός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλληλόχρεος
|