ενδοστρέφεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοστρέφεια < ενδοστρεφής + -εία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Introversion
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδοστρέφεια θηλυκό
- (ψυχολογία) η εσωστρέφεια
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ενδοστρεφής
- → δείτε τις λέξεις ένδον και στρέφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοστρέφεια
|