στρεπτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στρεπτός | η | στρεπτή | το | στρεπτό |
γενική | του | στρεπτού | της | στρεπτής | του | στρεπτού |
αιτιατική | τον | στρεπτό | τη | στρεπτή | το | στρεπτό |
κλητική | στρεπτέ | στρεπτή | στρεπτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στρεπτοί | οι | στρεπτές | τα | στρεπτά |
γενική | των | στρεπτών | των | στρεπτών | των | στρεπτών |
αιτιατική | τους | στρεπτούς | τις | στρεπτές | τα | στρεπτά |
κλητική | στρεπτοί | στρεπτές | στρεπτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρεπτός < αρχαία ελληνική στρεπτός < στρέφω
Επίθετο επεξεργασία
στρεπτός
- που είναι δυνατόν να στραφεί ή να περιστραφεί
- στριμμένος, στριφτός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στρέφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρεπτός
|