στρεπτοκοκκικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρεπτοκοκκικός < στρεπτόκοκκος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαστρεπτοκοκκικός
- που έχει σχέση με στρεπτόκοκκο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρεπτοκοκκικός
στρεπτοκοκκικός