στρεπτομυκίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρεπτομυκίνη | ||
γενική | της | στρεπτομυκίνης | ||
αιτιατική | τη | στρεπτομυκίνη | ||
κλητική | στρεπτομυκίνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρεπτομυκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική streptomycin. Μορφολογικά αναλύεται σε strepto- (< αρχαία ελληνική στρεπτό(ς)) + -mycin (< αρχαία ελληνική μύκ(ης) + -in -ίνη)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρεπτομυκίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) αντιβιοτική ουσία (ιδιαίτερα γνωστή ως αντιφυματικό φάρμακο) η οποία παράγεται από στρεπτομύκητα (συγκεκριμένα, από τον Streptomyces griseus)
Συγγενικά
επεξεργασία- Όροι με μυκίνη — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- → και δείτε τη λέξη στρεπτός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρεπτομυκίνη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στρεπτομυκίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας