↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η στρεπτομυκίνη
      γενική της στρεπτομυκίνης
    αιτιατική τη στρεπτομυκίνη
     κλητική στρεπτομυκίνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρεπτομυκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική streptomycin. Μορφολογικά αναλύεται σε strepto- (< αρχαία ελληνική στρεπτό(ς)) +‎ -mycin (< αρχαία ελληνική μύκ(ης) + -in -ίνη)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρεπτομυκίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία