↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιφυματικός η αντιφυματική το αντιφυματικό
      γενική του αντιφυματικού της αντιφυματικής του αντιφυματικού
    αιτιατική τον αντιφυματικό την αντιφυματική το αντιφυματικό
     κλητική αντιφυματικέ αντιφυματική αντιφυματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιφυματικοί οι αντιφυματικές τα αντιφυματικά
      γενική των αντιφυματικών των αντιφυματικών των αντιφυματικών
    αιτιατική τους αντιφυματικούς τις αντιφυματικές τα αντιφυματικά
     κλητική αντιφυματικοί αντιφυματικές αντιφυματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιφυματικός < αντι- + φυματικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antituberculeux)

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιφυματικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία