αντιφυματικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιφυματικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιφυματικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιφυματικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που χορηγείται κατά της φυματίωσης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιφυματικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αντιφυματικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιφυματικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιφυματικός