στρέψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρέψη | οι | στρέψεις |
γενική | της | στρέψης* | των | στρέψεων |
αιτιατική | τη | στρέψη | τις | στρέψεις |
κλητική | στρέψη | στρέψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρέψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρέψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρέψις > *στρέπ--σις[1] + -ση< στρέφω
- για τον όρο της φυσικής < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική torsion[2] [3])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈstɾe.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρέ‐ψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρέψη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρέφω
- ≈ συνώνυμα: στροφή, περιστροφή
- (φυσική) η ροπή που ασκείται σ’ ένα σώμα και τείνει να το περιστρέψει γύρω από τον άξονά του καθώς και (κατ’ επέκταση) η ενδεχόμενη παραμόρφωση ή καταπόνηση που εμφανίζεται στο σώμα εξαιτίας δύο αντίθετων δυνάμεων που ασκούνται σ’ αυτό παράλληλα
- Οι δοκιμασίες κοπώσεως σε έναν άξονα ενός στρόβιλου, είτε το ρευστό είναι αέρα (αεριοστρόβιλος) ή το ρευστό είναι υγρό (υδροστρόβιλος), πρέπει να λάβουν υπόψιν τον κίνδυνο στρέψης σε μεγάλες ταχύτητες και να ρυθμίσουν δικλείδες ασφαλείας πέδησης.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στρέφω
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρέφω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στρέφω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ στρέψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ στρέψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας