στρέψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | στρέψῐς | αἱ | στρέψεις |
γενική | τῆς | στρέψεως | τῶν | στρέψεων |
δοτική | τῇ | στρέψει | ταῖς | στρέψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | στρέψῐν | τὰς | στρέψεις |
κλητική ὦ! | στρέψῐ | στρέψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρέψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στρεψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστρέψις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- στρέψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.