Ετυμολογία

επεξεργασία
περιφέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιφέρω < περι- + φέρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾiˈfe.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐φέ‐ρω

περιφέρω, πρτ.: περιέφερα, αόρ.: περιέφερα, παθ.φωνή: περιφέρομαι, π.αόρ.: περιφέρθηκα

  1. μεταφέρω κάτι, ακολουθώντας κυρίως μια κυκλική πορεία
     συνώνυμα: περιάγω
    οι στρατιώτες περιέφεραν τον Επιτάφιο γύρω από το ναό
  2. (ειρωνικό) προβάλλω κάτι χωρίς να ντρέπομαι
    περιφέρει τα βάσανά του σαν να είναι κατορθώματα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία