Δείτε επίσης: περιφερειακός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιφερικός η περιφερική το περιφερικό
      γενική του περιφερικού της περιφερικής του περιφερικού
    αιτιατική τον περιφερικό την περιφερική το περιφερικό
     κλητική περιφερικέ περιφερική περιφερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιφερικοί οι περιφερικές τα περιφερικά
      γενική των περιφερικών των περιφερικών των περιφερικών
    αιτιατική τους περιφερικούς τις περιφερικές τα περιφερικά
     κλητική περιφερικοί περιφερικές περιφερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιφερικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική périphérique[1] [2] ή αγγλική peripheric[2] < αρχαία ελληνική περιφέρεια < περιφέρω

  Επίθετο επεξεργασία

περιφερικός

  1. που βρίσκεται ή κινείται στην περιφέρεια
  2. κυκλοτερής, κυκλικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. περιφερικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 περιφερικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)