Δείτε επίσης: συμπεριφορικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπεριφοριστικός η συμπεριφοριστική το συμπεριφοριστικό
      γενική του συμπεριφοριστικού της συμπεριφοριστικής του συμπεριφοριστικού
    αιτιατική τον συμπεριφοριστικό τη συμπεριφοριστική το συμπεριφοριστικό
     κλητική συμπεριφοριστικέ συμπεριφοριστική συμπεριφοριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπεριφοριστικοί οι συμπεριφοριστικές τα συμπεριφοριστικά
      γενική των συμπεριφοριστικών των συμπεριφοριστικών των συμπεριφοριστικών
    αιτιατική τους συμπεριφοριστικούς τις συμπεριφοριστικές τα συμπεριφοριστικά
     κλητική συμπεριφοριστικοί συμπεριφοριστικές συμπεριφοριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπεριφοριστικός < συμπεριφορισμός + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική behavioristic[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

συμπεριφοριστικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συμπεριφοριστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)