ημιπεριφέρεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιπεριφέρεια < ημι- + περιφέρεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημιπεριφέρεια θηλυκό
- το μισό μιας περιφέρειας κύκλου, τόξο 180 μοιρών
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιπεριφέρεια
ημιπεριφέρεια θηλυκό