terminativity
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαterminativity (en)
- (γλωσσολογία) τερματικότητα
- ※ The terminativity of the verbal meaning, i.e. the presence in its structure of a sequent state, constitutes (with very few contextually determined exceptions) the first condition necessary for the formation of resultatives. (*) Nedjalkov, Vladimir P. Typology of Resultative Constructions (μετάφραση από τα ρωσικά στα αγγλικά: Bernard Comrie). John Benjamins Publishing, 1988, Ρωσική έκδοση: 1983.
- * Moser, Amalia. «Τερματικότητα, τελικότητα και συνοπτικότητα [ = terminativity, telicity and perfectivity].» Γλώσσης χάριν: Τόμος αφιερωμένος από τον Τομέα Γλωσσολογίας στον καθηγητή Γεώργιο Μπαμπινιώτη. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα; 2008. πρόσβαση:2019.006.19.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- telicity (γλωσσολογία: τελικότητα)
- terminal (γλωσσολογία: τερματικός)