désastreux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.zas.tʁø/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désastreux | désastreux |
θηλυκό | désastreuse | désastreuses |
désastreux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | désastreux | désastreux |
θηλυκό | désastreuse | désastreuses |
désastreux (fr)