ευχαριστήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευχαριστήριος < (καθαρεύουσα) εὐχαριστήριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐχαριστήριος (που εκφράζει ευγνωμοσύνη) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ef.xa.ɾiˈsti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐χα‐ρι‐στή‐ρι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαευχαριστήριος, -α, -α
- χαρακτηρισμός για το μέσο με το οποίο εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας
- ⮡ ευχαριστήρια επιστολή, ευχαριστήριο τηλεγράφημα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ευχαριστώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευχαριστήριος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευχαριστήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας