ενεστώτας thank
γ΄ ενικό ενεστώτα thanks
αόριστος thanked
παθητική μετοχή thanked
ενεργητική μετοχή thanking

thank (en)

  • ευχαριστώ κάποιον ως ένδειξη ευγνωμοσύνης
    ⮡  I thanked him from the bottom of my heart.
    Τον ευχαρίστησα από τα βάθη της καρδιάς μου.
    ⮡  Don’t thank me, I didn’t do anything great/it was my obligation.
    Μη με ευχαριστείς, δεν έκανα τίποτε σπουδαίο/ήταν υποχρέωσή μου.

Συγγενικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία