ἀρθμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀρθμός | οἱ | ἀρθμοί |
γενική | τοῦ | ἀρθμοῦ | τῶν | ἀρθμῶν |
δοτική | τῷ | ἀρθμῷ | τοῖς | ἀρθμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀρθμόν | τοὺς | ἀρθμούς |
κλητική ὦ! | ἀρθμέ | ἀρθμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρθμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρθμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρθμός < ἀραρίσκω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρθμός αρσενικό (ιωνικός τύπος : ἀρτύς)