φρενιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρενιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φρενιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαφρενιασμένος
- που έχει φρενιάσει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- φρενιασμένα
- → δείτε τη λέξη φρένες
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρενιασμένος
|