φρενιασμένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρενιασμένα < φρενιασμένος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαφρενιασμένα
- με φρενιασμένο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρενιασμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαφρενιασμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φρενιασμένος