Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τούρκικος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
τούρκικ
ος
τούρκικ
η
τούρκικ
ο
γενική
τούρκικ
ου
τούρκικ
ης
τούρκικ
ου
αιτιατική
τούρκικ
ο
τούρκικ
η
τούρκικ
ο
κλητική
τούρκικ
ε
τούρκικ
η
τούρκικ
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
τούρκικ
οι
τούρκικ
ες
τούρκικ
α
γενική
τούρκικ
ων
τούρκικ
ων
τούρκικ
ων
αιτιατική
τούρκικ
ους
τούρκικ
ες
τούρκικ
α
κλητική
τούρκικ
οι
τούρκικ
ες
τούρκικ
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
τούρκικος
<
Τούρκος
+
-ικος
Επίθετο
Επεξεργασία
τούρκικος, -η, -ο
(&
τουρκικός
)
που έχει σχέση ή αναφέρεται στους
Τούρκους
ή την
Τουρκία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
τούρκικος
αρσενικό
(
καφέδες
)
αλεσμένος
καφές
που έχει βραστεί σε
μπρίκι
≈
συνώνυμα
:
ελληνικός
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
καφές
αγγλικά
:
Turkish coffee
(en)