τούρκικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τούρκικος, -η, -ο (& τουρκικός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τούρκικος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καφές
τούρκικος, -η, -ο (& τουρκικός)
τούρκικος αρσενικό