• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

τούρκικος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική τούρκικος τούρκικη τούρκικο
γενική τούρκικου τούρκικης τούρκικου
αιτιατική τούρκικο τούρκικη τούρκικο
κλητική τούρκικε τούρκικη τούρκικο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική τούρκικοι τούρκικες τούρκικα
γενική τούρκικων τούρκικων τούρκικων
αιτιατική τούρκικους τούρκικες τούρκικα
κλητική τούρκικοι τούρκικες τούρκικα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τούρκικος < Τούρκος + -ικος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

τούρκικος, -η, -ο (& τουρκικός)

  • που έχει σχέση ή αναφέρεται στους Τούρκους ή την Τουρκία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τούρκικος αρσενικό

  • (καφέδες)αλεσμένος καφές που έχει βραστεί σε μπρίκι
    ≈ συνώνυμα: ελληνικός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καφές
  • αγγλικά : Turkish coffee (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τούρκικος&oldid=4696238"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Αυγούστου 2020, στις 03:01

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Αυγούστου 2020, στις 03:01.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie