κοκκαλώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
κοκκαλώνω < κόκκαλ(ο) + -ώνω, κοκαλώνω χωρίς ορθογραφική απλοποίηση
Ρήμα επεξεργασία
κοκκαλώνω
- ετυμολογική γραφή του κοκαλώνω
Κλίση επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κοκαλώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοκκαλώνω
→ δείτε τη λέξη κοκαλώνω |