• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μάργα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάργα οι μάργες
      γενική της μάργας των μαργών
    αιτιατική τη μάργα τις μάργες
     κλητική μάργα μάργες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μάργα < (λόγιο δάνειο) λατινική marga (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάργα θηλυκό

  • (γεωλογία, ορυκτολογία) μαλακό ιζηματογενές πέτρωμα, με ποικίλη σύσταση, που απαντάται σε ακτές υδάτινων όγκων

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • αργιλάσβεστος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μάργα
  • αγγλικά : marl (en)
  • γαλλικά : marne (fr)
  • ισπανικά : marga (es)
  • ιταλικά : marna (it)
  • ρωσικά : мергель (ru)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μάργα&oldid=5489577"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 22:03

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 22:03.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας